παλιμβόλως

παλιμβόλως
παλίμβολος
reversed
adverbial
παλίμβολος
reversed
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλίμβολος — και παλίβολος, ον (Α) 1. αντίθετος 2. αυτός που δεν μένει στην ίδια γνώμη, άστατος («ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα», Πλάτ.) 3. (για δούλο) αυτός που λόγω αναξιότητας μεταβιβάζεται από τον έναν στον άλλο 4. φρ. α) «πέδιλα παλίμβολα» πέδιλα γυρισμένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”